Ντιέγκο Μαραντόνα: Ο «Θεός της μπάλας» δεν είναι πια εδώ – Τέσσερα χρόνια χωρίς τον «μάγο»

Ντιέγκο Μαραντόνα: Τεσσερα χρόνια συμπληρώνονται σήμερα (25/11) από τον θάνατο του «πιο ανθρώπινου από τους Θεούς».

Ο «Θεός της μπάλας» δεν βρίσκεται πλέον ανάμεσά μας, «έφυγε» ακριβώς πριν από τρία χρόνια, στις 25 Νοεμβρίου 2020, σκορπώντας θλίψη σε μια ολόκληρη χώρα που τον λάτρευε, αλλά και σε όλο τον ποδοσφαιρικό πλανήτη.

Ο Ντιέγκο Μαραντόνα ήταν αντισυμβατικός. Ανένταχτος. Δεν έμπαινε σε καλούπια. Ούτε μπήκε ποτέ στα 60 χρόνια της ζωής του. Η στάση ζωής του, βέβαια, του κόστισε πολλές φορές.

Οι «πιστοί» του, μάλιστα, θεωρούν πως με έναν μεταφυσικό τρόπο ο Αργεντινός έβαλε και πάλι το… χέρι του για την κατάκτηση του Μουντιάλ από την εθνική της πατρίδας του στο Κατάρ πριν από δύο χρόνια και του πρωταθλήματος στην Ιταλία από τη Νάπολι μερικούς μήνες αργότερα!

Ο Ντιέγκο Αρμάντο Μαραντόνα (Λανούς, Μπουένος Άιρες, 30 Οκτωβρίου 1960 – 25 Νοεμβρίου 2020) ήταν Αργεντινός πρώην ποδοσφαιριστής και προπονητής ποδοσφαίρου. Θεωρείται ως ένας από τους κορυφαίους ποδοσφαιριστές όλων των εποχών, ενώ αρκετοί στο άθλημα, συμπεριλαμβανομένων φιλάθλων και δημοσιογράφων, θεωρούν τον Μαραντόνα ως τον μεγαλύτερο όλων των εποχών. Στις εκλογές της IFFHS ψηφίστηκε 5ος καλύτερος ποδοσφαιριστής του 20ού αιώνα. Ακόμη, βραβεύτηκε από τη ΦΙΦΑ ως ο καλύτερος παίκτης του αιώνα μαζί με τον Πελέ.

Έγινε ο πρώτος ποδοσφαιριστής στην ιστορία του αθλήματος που κατέρριψε το ρεκόρ της ακριβότερης μεταγραφής δύο φορές, την πρώτη όταν έπαιξε για την Μπαρτσελόνα για 3 εκατομμύρια αγγλικές λίρες και τη δεύτερη, όταν αγωνίστηκε στη Νάπολι για 5 εκατομμύρια λίρες (ισοτιμίες 2013). Έχει αγωνιστεί στους Αρχεντίνος Τζούνιορς, Μπόκα Τζούνιορς, Μπαρτσελόνα, Νάπολι, Σεβίλλη και στο τέλος της καριέρας του, στη Νιούελς Ολντ Μπόις και τελικά μετά από παύση ενός έτους από το ποδόσφαιρο έκλεισε την καριέρα του στην αγαπημένη του Μπόκα Τζούνιορς το 1997. Τα πιο ένδοξα ποδοσφαιρικά του χρόνια τα πέρασε στη Νάπολι, όπου κέρδισε τίτλους και διακρίσεις. Στην καριέρα του με την Εθνική Αργεντινής, σκόραρε 34 τέρματα σε 91 εμφανίσεις.

Αν και ξεκίνησε την καριέρα του ως επιθετικός καθιερώθηκε ως επιθετικός μέσος. Η διεισδυτικότητα του Μαραντόνα, οι πάσες του, οι εντυπωσιακές τεχνικές του ικανότητες, η ταχύτητα, τα αντανακλαστικά και ο χρόνος αντίδρασης συνδυάστηκαν με το μικρό του ανάστημα (1,65 μέτρα). Το χαμηλό κέντρο βάρους τον βοηθούσε στην κατοχή και τον χειρισμό της μπάλας. Η παρουσία του στο γήπεδο είχε μεγάλη επίδραση στη γενική απόδοση της ομάδας του. Βάσει του απαράμιλλου ταλέντου του και των ηγετικών του ικανοτήτων, έλαβε το προσωνύμιο El Pibe de Oro (Το Χρυσό Αγόρι). Εξαιρετικά ιδιοφυής, ο αγώνας του Μαραντόνα με τον εθισμό στα ναρκωτικά αμαύρωσε την καριέρα του, αλλά με όλες τις αδυναμίες του, είναι ευρέως σεβαστός έχοντας προσφέρει στο άθλημα μερικές από τις πιο αξέχαστες στιγμές του.

Έλαβε μέρος σε τέσσερα Παγκόσμια Κύπελλα, συμπεριλαμβανομένου του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 1986 στο Μεξικό, όπου έλαμψε η χαρισματική προσωπικότητά του και οδήγησε την ομάδα του στην κατάκτηση του τροπαίου με νίκη επί της Δυτικής Γερμανίας στον τελικό. Επίσης κέρδισε τη Χρυσή μπάλα ως ο καλύτερος παίκτης της διοργάνωσης. Στον προ-ημιτελικό απέναντι στην Αγγλία, πέτυχε δύο γκολ, στη νίκη της ομάδας του με 2-1 που γράφτηκε στην ιστορία για δύο διαφορετικούς λόγους. Το πρώτο γκολ επιτεύχθηκε με χέρι γνωστό ως «Χέρι του Θεού», ενώ το δεύτερο προϊόν εξαιρετικών ικανοτήτων με εκπληκτική ατομική προσπάθεια. Αυτό το γκολ, καταγράφηκε ως το «Γκολ του αιώνα» από τους ψηφοφόρους της ΦΙΦΑ το 2002.

Ο Μαραντόνα έγινε προπονητής της Αργεντινής τον Νοέμβριο του 2008 έχοντας την ευθύνη της ομάδας στο Παγκόσμιο Κύπελλο 2010. Απεβίωσε στις 25-11-2020, έπειτα από καρδιακή ανακοπή.

Τα νεανικά χρόνια

Ο Ντιέγκο Αρμάντο Μαραντόνα γεννήθηκε στις 30 Οκτωβρίου 1960 στο Λανούς, μέσου μεγέθους πόλη στην ομώνυμη επαρχία του Μπουένος Άιρες, αλλά μεγάλωσε στη Βίλα Φιορίτο μια παραγκούπολη στα νότια προάστια του Μπουένος Άιρες, σε μια φτωχή οικογένεια όπου είχε μετακινηθεί από την επαρχία Κοριέντες. Ήταν ο πρώτος γιος μετά από τρεις κόρες. Έχει δύο νεώτερα αδέρφια, τον Ούγκο και τον Ραούλ, και οι δύο επαγγελματίες ποδοσφαιριστές. Οι γονείς του ήταν ο Ντιέγκο Μαραντόνα «Τσιτόρο» (2015) και η Ντάλμα Σαλβαδόρα Φράνκο «Δόνια Τότα». Η μακρινή καταγωγή της οικογένειας ήταν από την ισπανική Γαλικία, έχοντας δεχτεί προσμίξεις ιταλικές και κροατικές.

Στην ηλικία των 8 ετών εντοπίστηκε από έναν ανιχνευτή ταλέντων ενώ έπαιζε στην γειτονιά του, το σύλλογο Εστρέλια Ρόχα. Ο τότε προπονητής της ομάδας νέων Κορνέγιο είχε πει: «Όταν ο Ντιέγκο ήρθε στην Αρχεντίνος Τζούνιορς για δοκιμές, ήμουν πραγματικά τρελαμένος από το ταλέντο του και δεν μπορούσα να πιστέψω ότι ήταν μόλις οκτώ ετών. Τον ρωτήσαμε για την ταυτότητά του, ώστε να το ελέγξουμε, αφού παρόλο που είχε τη διάπλαση ενός παιδιού, έπαιζε σαν ενήλικας. Όταν ανακαλύψαμε ότι μας είπε την αλήθεια αποφασίσαμε να αφιερώσουμε τον εαυτό μας καθαρά σε αυτόν». Έτσι στα 10 του έγινε βασικό κομμάτι της εφηβικής ομάδας των Αρχεντίνος Τζούνιορς του Μπουένος Άιρες, συλλόγου που ενδιαφερόταν για την προώθηση νέων ταλέντων. Μέχρι τα 14 του έπαιζε στις ακαδημίες με την ομάδα να λέγεται Cebollitas, που σε κυριολεκτική μετάφραση σημαίνει «κρεμμυδάκια». Μέσα σε τρία χρόνια, οι Cebollitas κατάφεραν να μείνουν στην ιστορία ως η πιο διάσημη και πετυχημένη παιδική ομάδα της Αργεντινής. Στα 12 του διασκέδαζε τους θεατές δείχνοντας τη μαγεία του με την μπάλα κατά τη διάρκεια των διακοπών του ημιχρόνου των παιχνιδιών πρώτης κατηγορίας καταφέρνοντας να κερδίσει το θαυμασμό του κοινού.

Αρχεντίνος Τζούνιορς

Σε ηλικία 15 ετών 10 μηνών και 20 ημερών αγωνίστηκε για πρώτη φορά στους Αρχεντίνος Τζούνιορς ως επαγγελματίας ποδοσφαιριστής, ο νεότερος στην ιστορία του πρωταθλήματος της χώρας. Στις 20 Οκτωβρίου 1976, έκανε το ντεμπούτο του στην πρώτη ομάδα, 10 ημέρες πριν από τα γενέθλιά του, αγωνιζόμενος σαν αλλαγή για 10 λεπτά πριν από το τέλος της συνάντησης με την Ταγιέρες στον αγώνα πρωταθλήματος της Αργεντινής. Παρά το γεγονός ότι οι Red Beetles (προσωνύμιο της Αρχεντίνος) έχασαν αυτόν τον αγώνα (1-0) οι πρώτες εντυπώσεις ήταν πολύ καλές. Στις 14 Νοεμβρίου 1976 σημειώνει το πρώτο του γκολ ως επαγγελματίας. Εναντίον της Club Atlético San Lorenzo (Mar del Plata) στο γήπεδο «Στρατηγού Σαν Μαρτίν» σε αγώνα που έληξε με 5-2 υπέρ της Αρχεντίνος σημείωσε δύο τέρματα στο 42ο και 52ο λεπτό, το πρώτο με αριστερό σουτ. Στην πρώτη χρονιά συμμετείχε σε 11 αγώνες και σημείωσε δύο γκολ.

Την αγωνιστική περίοδο 1977-78 αναδείχθηκε πρώτος σκόρερ του πρωταθλήματος με 22 γκολ και η ομάδα κατατάσσεται πέμπτη στο πρωτάθλημα Μετροπολιτάνο. Την επόμενη χρονιά ο τίτλος του πρώτου σκόρερ είναι πάλι δικός του με 22 τέρματα και η ομάδα ανέρχεται στη δεύτερη θέση του πρωταθλήματος. Όμως στον κρίσιμο αγώνα των πλέι-οφ είναι τιμωρημένος λόγω αποβολής του σε προηγούμενο φιλικό αγώνα και η Αρχεντίνος χάνει με 4-0 και οι προσδοκίες σταματούν εκεί. Οι εμφανίσεις του προσέλκυσαν γρήγορα το ενδιαφέρον των μεγάλων συλλόγων της χώρας με τη λέσχη να πετυχαίνει να κρατήσει τον ταλαντούχο παίκτη πάση θυσία. Το 1980 είναι πάλι κορυφαίος σκόρερ του πρωταθλήματος αλλά και πάλι η δεύτερη θέση στο πρωτάθλημα Μετροπολιτάνο είναι η οροφή για το σύλλογο. Στις 9 Νοεμβρίου 1980 σε αγώνα για το πρωτάθλημα Νασιονάλ σημείωσε τέσσερα γκολ εναντίον της Μπόκα Τζούνιορς-που έμελλε να είναι ο επόμενος σταθμός της καριέρας του-στη νίκη με 5-3. Την ίδια χρονιά ήταν πρώτος σκόρερ όλων των πρωταθλημάτων του κόσμου με 42 τέρματα.

Οι εντυπωσιακές του εμφανίσεις κίνησαν γρήγορα το ενδιαφέρον του ομοσπονδιακού προπονητή Σέσαρ Λουίς Μενότι που τον κάλεσε στην Εθνική ομάδα με το ντεμπούτο του να υλοποιείται στις 27 Φεβρουάριου του 1977 σε φιλικό αγώνα με την Ουγγαρία (5-1) σε ηλικία 16 ετών και 4 μηνών, όπου μπήκε στο δεύτερο ημίχρονο σαν αλλαγή. Στις 3 Απριλίου 1977 έκανε το ντεμπούτο του ως μέρος της ομάδας νέων της Αργεντινής, με την οποία έπαιξε στο Πρωτάθλημα Νέων της Νότιας Αμερικής, που πραγματοποιήθηκε την ίδια χρονιά στη Βενεζουέλα. Όταν η Αργεντινή διοργάνωσε το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1978 δεν έλαβε μέρος, καθώς δεν είχε κλείσει καν τα 18 χρόνια του και θεωρήθηκε πολύ μικρός για να παίξει στην εθνική σε μία τόσο μεγάλη διοργάνωση. Ήταν μάλιστα ο τελευταίος παίκτης που αποκλείστηκε από την ομάδα 13 ημέρες πριν από την έναρξή της. Το 1979, συμμετείχε στην ομάδα νέων στο πρωτάθλημα της Νότιας Αμερικής. Εκεί, οι Αργεντινοί κατέλαβαν τη δεύτερη θέση, χάνοντας μόνο από τους οικοδεσπότες της διοργάνωσης, Ουρουγουάη.

Έπαιξε επίσης στην εθνική ελπίδων και του δόθηκε η ευκαιρία να εμφανιστεί σε μεγάλη διοργάνωση το 1979 στο Παγκόσμιο Κύπελλο Νέων στην Ιαπωνία, όπου και κατέκτησε τίτλο για πρώτη φορά στη σταδιοδρομία του. Οι εμφανίσεις του στη διοργάνωση ήταν εντυπωσιακές και πολλοί αθλητικοί συντάκτες και φίλαθλοι άρχισαν τις συγκρίσεις με τον Πελέ, γεγονός που τον ακολούθησε καθ’ όλη τη διάρκεια της καριέρας του και εξακολουθεί να υπάρχει. Οι δυο τους είχαν συναντηθεί στις 9 Απριλίου 1979, όταν ο Μαραντόνα ταξίδεψε στο Ρίο ντε Τζανέιρο για να δει τον Πελέ. «Ο βασιλιάς» υποσχέθηκε να τον δει να παίζει στο Μπουένος Άιρες και του έδωσε συμβουλές. Ο Ντιέγκο είχε πραγματοποιήσει ένα όνειρό του και ενθουσιασμένος, είπε μετά: «Ήξερα ότι ήταν θεός ως παίκτης. Τώρα, είναι και ως άτομο. Πόσα παιδιά σαν κι εμένα θέλουν να τον δουν, να τον αγγίξουν, να αλλάξουν λίγα λόγια μαζί του. Και είχα το προνόμιο ότι μου έδωσε ακόμη συμβουλές. Είδα ότι ο Πελέ πλησίαζε και δεν μπορούσα να το πιστέψω». Στις 26 Αυγούστου 1979 έκανε το ντεμπούτο του στο Παγκόσμιο Κύπελλο Νέων απέναντι στην Ινδονησία, το οποίο τελείωσε με νίκη για τους Αργεντινούς με 5-0. Ακολούθησαν δύο νίκες απέναντι στη Γιουγκοσλαβία (1-0) και την Πολωνία (4-1). Η ομάδα προκρίθηκε στον τελικό αφού νίκησε στον προημιτελικά την Αλγερία με 5-0 και την Ουρουγουάη με 2-0 στον ημιτελικό. Η Αργεντινή κυριάρχησε στον τελικό της διοργάνωσης νικώντας τη Σοβιετική Ένωση με 3-1, ο Μαραντόνα σημείωσε ένα γκολ και ψηφίστηκε ως καλύτερος παίκτης της διοργάνωσης. Σύμφωνα με τον ίδιο, η ομάδα νέων του 1979 ήταν η καλύτερη ομάδα σε όλη την καριέρα του στην οποία έπαιξε ποτέ. Τη χρονιά εκείνη ψηφίστηκε καλύτερος ποδοσφαιριστής της χρονιάς στην Αργεντινή και καλύτερος αθλητής της χώρας από τους αθλητικούς συντάκτες, και οι δύο διακρίσεις για πρώτη φορά στην καριέρα του. Συμμετείχε επίσης με την εθνική ανδρών στο Κόπα Αμέρικα του 1979 που διοργανώθηκε με τη μορφή ομίλων και διπλών αγώνων (εντός-εκτός έδρας), με πλήρη αποτυχία της ομάδας που αποκλείστηκε στον πρώτο γύρο κατατασσόμενη τρίτη σε όμιλο μαζί με τη Βραζιλία και τη Βολιβία.

Η Ευρώπη γνώρισε τον εκκολάπτοντα αστέρα το 1979, όταν η εθνική Αργεντινής ξεκίνησε θερινή περιοδεία στην Ευρώπη, αποφασισμένη να δείξει ότι ήταν άξιοι παγκόσμιοι πρωταθλητές μετά τον αμφιλεγόμενο θρίαμβο του Παγκόσμιου Κυπέλλου στην έδρα της ένα χρόνο νωρίτερα. Η πρώτη συνάντηση ήταν με τη Σκωτία την οποία και νίκησε με 3-1 στη Γλασκώβη, στην οποία ο Μαραντόνα σημείωσε το πρώτο του διεθνές γκολ. Μετά τον αγώνα της 2ας Ιουνίου η βρετανική εφημερίδα The Observer ήταν ενθουσιασμένη στην έκθεσή της, επαινώντας το Μαραντόνα για το ότι είχε έναν «ασύγκριτο συνδυασμό φυσικής και πνευματικής δύναμης που διακρίνει τους αθάνατους από τους απλώς μεγάλους». Ο Guardian, επίσης, είπε για το νέο «βασιλιά» του ποδοσφαίρου: «Η λέξη ότι είναι ο νέος Πελέ θέλει σκεπτικισμό, αλλά πολύ πριν από το μισό στάδιο του βασανισμού της Σκωτίας το ξέραμε ότι ήταν αλήθεια». Την επομένη χρονιά η Ευρώπη ξαναείδε τον Αργεντινό σε νέα περιοδεία της εθνικής του ομάδας. Παίζοντας στα Βρετανικά νησιά νίκησε την Ιρλανδία (1-0) στο Δουβλίνο και έχασε από την Αγγλία με 3-1 αφήνοντας ανεξίτηλες εντυπώσεις, ιδιαίτερα στη συνάντηση με την Αγγλία όπου απέτυχε να σημείωσε γκολ σε μια προσπάθειά του, που όσοι είχαν την ευκαιρία να δουν τη συνάντηση θεωρούν ότι θα έμενε στην ιστορία ως το γκολ του αιώνα. Ακολούθησε μία νίκη με 5-1 στη Βιέννη επί της Αυστρίας με τρία γκολ να συνοδεύουν την καθ’ όλα εκπληκτική εμφάνισή του.

Μεγάλη πρόκληση για τη διεθνή καταξίωση του 20χρονου Μαραντόνα ήταν το Μουντιαλίτο (επίσης γνωστό ως Copa de Oro -«Χρυσό Κύπελλο»), μια διοργάνωση για τον εορτασμό της 50ης επετείου του θεσμού του Παγκόσμιου Κυπέλλου. Η Ουρουγουάη, που είχε φιλοξενήσει το πρώτο Παγκόσμιο Κύπελλο, ήταν οι οικοδεσπότες αυτής της μοναδικής διοργάνωσης που διεξήχθη στο διάστημα 30 Δεκεμβρίου 1980-10 Ιανουαρίου 1981. Επρόκειτο να περιλαμβάνει όλους τους προηγούμενους νικητές του Παγκοσμίου Κυπέλλου: Ουρουγουάη (1930, 1950), Ιταλία (1934, 1938), Δυτική Γερμανία (1954, 1974), Βραζιλία (1958, 1962, 1970) και Αργεντινή (1978). Οι νικητές του 1966 (Αγγλία) είχαν επίσης προσκληθεί αλλά αρνήθηκαν και τη θέση της πήρε η Ολλανδία, φιναλίστ των δύο τελευταίων διοργανώσεων. Η Αργεντινή βρέθηκε στον όμιλο με τη Βραζιλία και τη Δυτική Γερμανία. Μετά από τη νίκη επί των Γερμανών με 2-1, η Αργεντινή αντιμετώπισε τη Βραζιλία σε συνάντηση που έληξε με 1-1 με τον Μαραντόνα να ανοίγει το σκορ. Τις εντυπώσεις τελικά έκλεψαν οι Ουρουγουανοί που νίκησαν στον τελικό τη Βραζιλία με 2-1. Όλοι οι αγώνες έγιναν στο Σεντενάριο όπου πραγματοποιήθηκε και ο τελικός του 1930.

Μπόκα Τζούνιορς

Μετά από πέντε ιδιαίτερα επιτυχημένα χρόνια στην Αρχεντίνος (έστω και χωρίς τίτλους σε ομαδικό επίπεδο), εντάσσεται στο δυναμικό της Μπόκα Τζούνιορς κατόπιν έντονης επιθυμίας του ιδίου με τη μορφή δανεισμού και σταδιακή αποπληρωμή, παρά το γεγονός ότι η Ρίβερ Πλέιτ είχε κάνει οικονομικά πιο συμφέρουσα προσφορά. Η Μπόκα οργάνωσε το ίδιο βράδυ της συμφωνίας φιλικό με την Αρχεντίνος Τζούνιορς, με τον νεαρό Ντιεγκίτο να παίζει στο πρώτο ημίχρονο με την παλιά του ομάδα και στο δεύτερο ημίχρονο με τη Μπόκα. Το φιλικό εκείνο έληξε 3-2 υπέρ της Αρχεντίνος, με τον Μαραντόνα να σκοράρει κόντρα στην πρώην ομάδα του με πέναλτι, ενώ δύο ημέρες αργότερα πραγματοποίησε το επίσημο ντεμπούτο του με τη Μπόκα να επικρατεί με 4-1 της Ταγιέρες ντε Κόρδοβα και τον ίδιο να σημειώνει δύο τέρματα. Με την Μπόκα κέρδισε τον πρώτο συλλογικό του τίτλο, το πρωτάθλημα του 1981, τον μοναδικό που κέρδισε στην πατρίδα του. Ήταν αυτός που έδωσε την ασίστ για ένα από τα θρυλικότερα γκολ στην ιστορία του συλλόγου στο συμπαίκτη του Ούγκο Περότι στη νίκη με 1-0 επί της Οέστε στην 32η αγωνιστική εξασφαλίζοντας το τίτλο από την αντίπαλό της. Το γκολ έμεινε στην ιστορία ως «η χιονοστιβάδα του Περότι» και η Μπόκα κατέκτησε το πρωτάθλημα για πρώτη φορά από το 1976. Στο πρωτάθλημα της Αργεντινής ήταν για πέντε συνεχόμενες χρονιές πρώτος σκόρερ, επίδοση ρεκόρ που ακόμα παραμένει. Το 1979 και το 1980 ψηφίστηκε ως ο καλύτερος ποδοσφαιριστής της Νότιας Αμερικής. Σε αυτά τα χρόνια της καριέρας του στην Αργεντινή ο Μαραντόνα σημείωσε 144 γκολ πρωταθλήματος σε 207 αγώνες.

Από την αρχή του 1982 η Μπόκα Τζούνιορς βρέθηκε σε δύσκολη οικονομική θέση μη δυνάμενη να κρατήσει το νεαρό σούπερ σταρ στη δύναμη της, παρά τη συμμετοχή σε πολλούς φιλικούς αγώνες σε Ευρώπη Ασία εκμεταλλευόμενη την ανερχόμενη δημοφιλία του αστέρα της για αύξηση των εσόδων της και ξεκίνησε μυστικά διαπραγματεύσεις για την πώλησή του σε ευρωπαϊκό σύλλογο. Διαπραγματεύσεις για την πώληση στη Ευρώπη είχε κάνει και η Αρχεντίνος το 1980 ερχόμενη κατ’ αρχάς σε συμφωνία με την Μπαρτσελόνα αλλά με τη συμφωνία να ενεργοποιείται μετά το επόμενο Παγκόσμιο Κύπελλο. Ο ίδιος ο Μαραντόνα δεν ήθελε να πάει στην Ιταλία (η Γιουβέντους έδειξε έντονο ενδιαφέρον από την προηγούμενη χρονιά και με υψηλότερη οικονομική προσφορά) και έτσι προτίμησε την Μπαρτσελόνα. Η συμφωνία ανακοινώθηκε λίγο πριν το επερχόμενο Παγκόσμιο Κύπελλο με τη Μπόκα να εισπράττει το 1/3 των χρημάτων και την Αρχεντίνος τα υπόλοιπα.

Ευρωπαϊκή καριέρα

Μπαρτσελόνα

Η Μπαρτσελόνα ανακοίνωσε διθυραμβικά την απόκτησή του και κλείνοντας συμβόλαιο ύψους ρεκόρ στην ποδοσφαιρική ιστορία. Ο Μαραντόνα έγινε παίκτης της ομάδας της Καταλονίας από το 1982 μέχρι το 1984 αγωνιζόμενος περισσότερο ως επιθετικός μέσος παρά ως καθαρόαιμος επιθετικός όπως ξεκίνησε την καριέρα του, σημείωσε 38 γκολ συνολικά σε 58 επίσημους αγώνες. Έκανε το ντεμπούτο του στις 4 Αυγούστου σε αγώνα προετοιμασίας με την Μέπεν στη Γερμανία (0-5). Ο Ντιέγο προσαρμόστηκε γρήγορα στην καινούργια του ομάδα, σκόραρε στον πρώτο του αγώνα στο πρωτάθλημα απέναντι στη Βαλένθια (4 Σεπτεμβρίου, ήττα με 2-1), πέτυχε χατ-τρικ στην πρώτη του συμμετοχή στο Κύπελλο Κυπελλούχων με αντίπαλο τον Απόλλωνα Λεμεσού και δύο ακόμα γκολ μέσα στο Βελιγράδι στον δεύτερο γύρο επί του Ερυθρού Αστέρα. Ωστόσο την περίοδο αυτή η υγεία του κλονίστηκε (ηπατίτιδα) με αποτέλεσμα να απουσιάσει 4 μήνες την περίοδο 1982-1983 και 14 αγώνες πρωταθλήματος. Στις 26 Ιουνίου 1983 γνώρισε την αποθέωση από τους οπαδούς της Ρεάλ Μαδρίτης για το γκολ του που άνοιξε το σκορ στο Σαντιάγκο Μπερναμπέου σε αγώνα του Κυπέλλου χειροκροτούμενος για ένα λεπτό από το κοινό (ο αγώνας έληξε ισόπαλος).

Ένας σοβαρός τραυματισμός στις 24 Σεπτέμβριο του 1983 σε αγώνα με την Αθλέτικ Μπιλμπάο τον άφησε εκτός αγωνιστικών χώρων για χρονικό διάστημα τριών μηνών. Τη δεύτερη χρονιά ο σύλλογος άλλαξε προπονητή με τη πρόσληψη του Σέζαρ Λουίς Μενότι, που είχε υπό τις οδηγίες του το Μαραντόνα στην ομάδα που κατέκτησε το Παγκόσμιο Κύπελλο Νέων του 1979. Παρά τη δημόσια καλή εικόνα της σχέσης μεταξύ τους, αναπτύχθηκαν προβλήματα που σχετίζοταν με το πρόγραμμα προπονήσεων. Τελικά η αντιπαράθεση οδήγησε τον παγκόσμιο πρωταθλητή τεχνικό να ζητήσει την εκδίωξη του παίκτη θεωρώντας ότι έτσι μόνο θα κατάφερνε η ομάδα να κατακτήσει το πολυπόθητο πρωτάθλημα που τελευταία φορά είχε πανηγυρίσει το 1974, εποχή του ολλανδικού διδύμου Ρίνους Μίχελς – Γιόχαν Κρόιφ. Συνολικά έτσι οι εντυπώσεις του Μαραντόνα από την Ισπανία ήταν αρνητικές (παρά τη δημοφιλία του): η ομάδα κατέκτησε μόνο ένα Κύπελλο Ισπανίας και ένα Σούπερ Κύπελλο την πρώτη χρονιά, ενώ ο ίδιος θεωρήθηκε ως κύριος υπεύθυνος των εκτεταμένων επεισοδίων μεταξύ ποδοσφαιριστών στον αγωνιστικό χώρο του Σαντιάγκο Μπερναμπέου στον τελικό του Κυπέλλου Ισπανίας στις 5 Μαΐου του 1984 απέναντι στην Αθλέτικ Μπιλμπάο. και η ανάγκη ανεύρεσης νέας επαγγελματικής στέγης ήταν επιτακτική. Ήδη υπήρχαν ενδείξεις για κακή εξωγηπεδική ζωή του νεαρού αστέρα, γεγονός που ελαχιστοποίησε την οποία υποστήριξη από την πλευρά της διοίκησης. Η ιστορία δικαίωσε το Μενότι αφού ο Καταλανική λέσχη ήταν πρωταθλήτρια την επόμενη χρονιά αλλά ο ίδιος δεν ήταν στον πάγκο της ομάδας.

Νάπολι

Κατέληξε στην Ιταλία και την Νάπολι, την ομάδα της οποίας με τη συνεισφορά του συνέβαλε να μετατραπεί από μια μικρή ομάδα (που την τελευταία χρονιά προτού τον ερχομό του είχε γλιτώσει τον υποβιβασμό για ένα βαθμό) σε μια από τις πιο αγαπητές τότε στον κόσμο έχοντας αποκτήσει με τη πάροδο του χρόνου πολλούς οπαδούς. Μία από τις φτωχότερες περιοχές της χώρας είχε μόλις υπογράψει τον πιο ακριβό παίκτη στον κόσμο. Όπως το έθεσε μια τοπική εφημερίδα εκείνη την εποχή, «η πόλη δεν είχε δήμαρχο, σπίτια, σχολεία, δουλειά, λεωφορεία, και αποχέτευση, αλλά κανένα από αυτά δεν έχει σημασία επειδή έχουμε το Μαραντόνα». 75.000 Ναπολιτάνοι, κάτοικοι μιας πόλης που πάντα αγαπούσε πολύ το ποδόσφαιρο αλλά ουδέποτε είχε δει μεγάλες χαρές από αυτό και που από τη φύση τους είχαν την προσμονή ενός μεσσία τον υποδέχθηκαν πανηγυρικά στο Σαν Πάολο, το γήπεδο της ομάδας στις 5 Ιουλίου 1984. «Θέλω να γίνω το είδωλο των φτωχών παιδιών της Νάπολης, επειδή αυτοί είναι όπως ήμουν εγώ στο Μπουένος Άιρες», δήλωσε στην επίσημη παρουσίασή του. Η μεταγραφή ήταν ουσιαστικά έκπληξη λόγω των οικονομικών δυνατοτήτων του συλλόγου και δημιούργησε μακροχρόνιες υποψίες για ανάμειξη της Μαφίας στη διαδικασία, κάτι που διέψευσε ο τότε πρόεδρος της ομάδας χρόνια αργότερα, παραδεχόμενος ότι η Καμόρα επανειλημμένα αποπειράθηκε να εμπλακεί στη Νάπολι αλλά κάτι τέτοιο ουδέποτε συνέβη. Οι διανοούμενοι της πόλης ήταν λιγότερο εντυπωσιασμένοι, με πάνω από 100 να υπογράφουν μια αίτηση διαμαρτυρίας για την ανηθικότητα τέτοιων δαπανών σε μια πόλη που δεν είχε ουσιαστικές δομές. Στη Νάπολη, έφτασε στο απόγειο της επαγγελματικής καριέρας του: κληρονόμησε το περιβραχιόνιο του αρχηγού και γρήγορα έγινε το πιο υπέρλαμπρο αστέρι μεταξύ των οπαδών του συλλόγου και όχι μόνο. Στην εποχή του η ομάδα είχε την πιο επιτυχημένη πορεία της ιστορίας της, ακόμα και αν συμπεριληφθούν τρεις τουλάχιστον μεταγενέστερες δεκαετίες. Το γήπεδο της ομάδας ήταν ασφυκτικά γεμάτο με 70.000 οπαδούς σε κάθε εντός έδρας αγώνα με αριθμούς σε μεταγενέστερες εποχές στο μισό.

Ο Αργεντινός έπαιξε στη Νάπολι σε μια περίοδο κατά την οποία οι εντάσεις Βορρά-Νότου στην Ιταλία έφθασαν στην αιχμή τους εξαιτίας ποικίλων ζητημάτων, ιδίως των οικονομικών διαφορών μεταξύ των δύο. Ο Μαραντόνα ενσωμάτωνε τέλεια αυτό το πνεύμα, δεδομένης της ταπεινής καταγωγής του και της αρχικής χαμηλής κοινωνικής του κατάστασης : τα πολλαπλά κέρδη από το άθλημα δεν τον έκαναν να χάσει τους τρόπους έκφρασης και το λεξιλόγιο των λιγότερο πλούσιων τμημάτων του πληθυσμού, ακόμα και του περιθωρίου. Το ντεμπούτο στο πρωτάθλημα έγινε στις 16 Σεπτεμβρίου 1984 εναντίον της Ελλάς Βερόνα, με ήττα 3-1. Η ομάδα δεν μπόρεσε να βρει τον δρόμο της και στον πρώτο γύρο πήρε μόνο 9 βαθμούς. Ωστόσο, στο δεύτερο γύρο ανέκαμψε και πήρε 24 ακόμη και αναρριχήθηκε στην 8η θέση στο πρωτάθλημα. Οι συμπαίκτες του Αργεντινού ήταν Ιταλοί, ορισμένοι διεθνείς χωρίς κανένας να αποτελεί αστέρι πρώτου μεγέθους στη χώρα του. Ο Μαραντόνα κατέλαβε την τρίτη θέση στον πίνακα των σκόρερ με 14 γκολ. Την αγωνιστική περίοδο 1985-1986 η ομάδα ανέβηκε ακόμα περισσότερο στην τρίτη θέση, Από την πρώτη αγωνιστική περίοδο ο Μαραντόνα παρουσίασε όλες τις πτυχές του ταλέντου του με κορυφαία έκφραση στον αγώνα εναντίον της Λάτσιο το Φεβρουάριο του 1985 στο Σαν Πάολο, όπου σημείωσε και τα τρία γκολ της Νάπολι στο τελικό 3-0, ένα από τα οποία θεωρείται από τα καλύτερα της σταδιοδρομίας του.

Στις 3 Νοεμβρίου 1985 η Νάπολι νίκησε τη Γιουβέντους με 1-0 για πρώτη φορά με γκολ του Μαραντόνα, ένας τηλεσχολιαστής ανακοίνωσε την κατάρρευση πέντε ατόμων και καρδιακών προσβολών δύο εκ των οποίων στο γήπεδο. «Αυτός ο στόχος ήταν για τους ανθρώπους της Νάπολης», συνέχισε. Με επικεφαλής τον Αργεντινό, η Νάπολι κέρδισε το πρώτο ιταλικό πρωτάθλημα της Σέριε Α το 1986-87, 61 χρόνια μετά την ίδρυσή της, ενώ μέχρι τότε είχε μόνο δύο τίτλους Κυπέλλου στην τροπαιοθήκη της. Από την αρχή της χρονιάς φάνηκε η ισχύς της ομάδας : ξεκίνησε με νίκη επί της Μπρέσια με γκολ του Μαραντόνα και από την έβδομη αγωνιστική που πέρασε στην κορυφή μετά από ακόμη ένα γκολ του Μαραντόνα (1-0 την Ρόμα στην πρωτεύουσα), δεν έπεσε από εκεί. Παρέμεινε αήττητη στους 12 πρώτους αγώνες και νικώντας τις πρωταθλήτριες των δύο προηγούμενων ετών Γιουβέντους και Ρόμα (την πρώτη και στους δύο αγώνες). Η Νάπολι ξεκίνησε το πρωτάθλημα με νίκη στη Μπρέσια με γκολ του Μαραντόνα και από την έβδομη αγωνιστιική που πέρασε στην κορυφή μετά από ακόμη ένα γκολ του Μαραντόνα (1-0 την Ρόμα στο Ολίμπικο), δεν έπεσε από εκεί. Η πρώτη μεγάλη επιτυχία ακολουθήθηκε από την κατάκτηση του Κυπέλλου με νίκη επί της Αταλάντα με 4-0 με δύο τέρματα του Αργεντινού, που ήταν τότε ο μόνος ξένος παίκτης της ομάδας. Η Νάπολι έγραψε την σημαντικότερη στιγμή στην ιστορία της κατακτώντας το νταμπλ, κάτι που μόνο τρεις άλλοι σύλλογοι είχαν καταφέρει μέχρι τότε (Γιουβέντους, Τορίνο, Ίντερ), και οι τρεις της βόρειας χώρας. Ο Μαραντόνα σημείωσε 10 γκολ στο πρωτάθλημα και 7 στο Κύπελλο, όπου η ομάδα κατέκτησε το τρόπαιο νικώντας σε όλους τους αγώνες (13), ρεκόρ που παραμένει μέχρι σήμερα. Ο Γκόλντμπλατ έγραψε: «Οι εορτασμοί ήταν θορυβώδεις, μια σειρά τρομακτικών εκδηλώσεων και εορτασμών που ξέσπασαν από το δρόμο, ξέσπασαν μεταναστευτικά σε όλη την πόλη σε ένα καρναβάλι όλο το εικοσιτετράωρο, το οποίο έτρεχε πάνω από μία εβδομάδα. Οι κηδείες για τη Γιουβέντους και το Μιλάνο (Ίντερ, Μίλαν), η καύση των φερέτρων τους, οι εκφράσεις θανάτου τους αναγγέλλονταν το Μάιο του 1987, η άλλη Ιταλία έχει νικήσει και γεννιέται μια νέα αυτοκρατορία». «Η σπουδαιότερη σειρά πανηγυρισμών που έγινε ποτέ για πρωτάθλημα στην ιστορία», αναφέρει ο Τζον Φουτ στο βιβλίο του Calcio: A History of Italian Football. Σύντομα, η φωτογραφία του Μαραντόνα κρεμάστηκε δίπλα στον Ιησού στα μισά σπίτια της Νάπολης. Τοιχογραφίες του Ντιέγκο ζωγραφίστηκαν παντού ακόμα και στα αρχαία κτίρια της πόλης και τα νεογέννητα παιδιά ονομάζονταν προς τιμήν του. Ήρθε σε σύγκρουση και με τον Πάπα, για την οποία είχε δηλώσει μετά την επίσκεψή του στο Βατικανό (9 Νοεμβρίου 1985): «Ναι, τσακώθηκα με τον Πάπα. Τσακώθηκα με τον Πάπα επειδή ήμουν στο Βατικανό και είδα χρυσές στέγες και μετά άκουσα τον Ποντίφικα να λέει ότι η Εκκλησία ανησυχεί για τα φτωχά παιδιά. Τότε πούλα τις στέγες φίλε, κάνε κάτι!»

Την επόμενη αγωνιστική περίοδο (1987-88), το παραγωγικό επιθετικό τρίο της ομάδας, που σχηματίστηκε από τους Μαραντόνα, Τζιορντάνο και τον νεοαποκτηθέντα Καρέκα, αργότερα μετονομάστηκε σε Ma-Gi-Ca (μαγική) πρώτη γραμμή. Η πρώτη συμμετοχή στο Κύπελλο Πρωταθλητριών ήταν αποτυχημένη με την ομάδα να αποκλείεται από τη Ρεάλ Μαδρίτης στη φάση των “16”. Στο πρωτάθλημα η Νάπολι στην 25η αγωνιστική (από τις 30) ήταν μπροστά με 4 βαθμούς διαφορά από τη Μίλαν, τα στοιχήματα υπέρ της κατάκτησης και δεύτερου συνεχόμενου τίτλου ήταν στα ύψη, αλλά η ήττα από τη Γιουβέντους και η ισοπαλία με τη Βερόνα με 1-1 (το γκολ ο Μαραντόνα) έφεραν στην τελευταία αγωνιστική αντιμέτωπους τους δύο διεκδικητές στο Μιλάνο με τους Ναπολιτάνους ένα βαθμό μπροστά. Το σκληρό παιχνίδι έληξε με νίκη των γηπεδούχων με 3-2 με το γκολ της ισοφάρισης του Αργεντινού να αποδεικνύεται πολύ λίγο. Οι πολίτες της Νάπολης έχασαν μεγάλα ποσά καθώς οι αποδόσεις των στοιχημάτων ήταν πολύ υψηλές και η Καμόρα που έλεγχε κυρίως τα παράνομα στοιχήματα (totonero) αποκόμισε μεγάλα κέρδη, ενώ την προηγούμενη χρονιά είχε συμβεί ακριβώς το αντίθετο. Αργότερα, στις 12 Ιανουαρίου 1995 εκδόθηκε από την Εισαγγελία της Νάπολης ένταλμα σύλληψης δύο μελών της παράνομης οργάνωσης για το στοιχηματισμό εκείνης της περιόδου με τον τότε οδηγό και σωματοφύλακα του Αργεντινού να δηλώνει ότι «Ο Μαραντόνα πούλησε το πρωτάθλημα της σεζόν 1987-1988 για λογαριασμό της Καμόρα, τη χρονιά στην οποία η Νάπολι είχε προβάδισμα 5 πόντων και το πρωτάθλημα κέρδισε τελικά η Μίλαν». Ο ίδιος ο Μαραντόνα το διέψευσε τότε κατηγορηματικά. Ο Αργεντινός τελείωσε τη χρονιά ως πρώτος σκόρερ με 15 τέρματα.

Οι υποψίες που καλλιεργήθηκαν έφεραν σε δύσκολη θέση το Μαραντόνα, ο οποίος ζούσε προκλητικά πλούσια σε σχέση με τα εισοδήματα που προέκυπταν από το συμβόλαιο που είχε. Η υποστήριξη των οπαδών στο πρόσωπό του όμως δεν κάμφθηκε. Την επόμενη χρονιά και σε ένα από τα καλύτερα ματς όλων των εποχών στις 27 Νοεμβρίου του 1988, η Νάπολι διέλυσε με 4-1 τη πανίσχυρη Μίλαν, μια ομάδα που εφτά μήνες αργότερα έμελλε να κατακτήσει το Κύπελλο Πρωταθλητριών. Εκείνο το απόγευμα, ο Μαραντόνα πέτυχε το πρώτο γκολ της καριέρας του σε βάρος των «ροσονέρι», με τρία ακόμα να προστίθενται στο «πάρτι», με τη Μίλαν απλώς να σημειώνει το γκολ τιμής και η οποία τελικά κατέκτησε το πρωτάθλημα και εκείνη τη χρονιά αφήνοντας τη Νάπολι δεύτερη.

Στη Νάπολη ο Μαραντόνα λατρεύτηκε σα «θεός», αν και οι φήμες για την εξωγηπεδική ζωή του οργίαζαν. Με το σύλλογο της νότιας Ιταλίας κατέκτησε δύο πρωταθλήματα, το Κύπελλο Ιταλίας, το Σούπερ Κύπελλο της χώρας καθώς και το Κύπελλο UEFA της χρονιάς 1988-1989.

Το Κύπελλο UEFA της αγωνιστικής περιόδου 1988-89 ήταν ο πρώτος και τελευταίος διεθνής τίτλος του συλλόγου και του αρχηγού της στην Ευρώπη. Στον πρώτο γύρο απέκλεισε τον ΠΑΟΚ (1-0 και 1-1) και στη συνέχεια Λοκομοτιβ Λειψίας και Μπορντό. Ο δρόμος στη συνέχεια ήταν δύσκολος έχοντας να αντιμετωπίσει στον προημιτελικά τη Γιουβέντους από την οποία είχαν χάσει με 2-0 στην πρώτη αναμέτρηση. Μπροστά από σε ένα φανατισμένο πλήθος στο στάδιο Σαν Πάολο (γεγονός που ήταν συνυφασμένο με την παρουσία του) ο Μαραντόνα – σε μια πολύ καλή ατομική εμφάνιση – σκόραρε στο 10ο λεπτό και στη συνέχεια πάσαρε ένα ακόμα γκολ του συμπαίκτη του Αντρέα Καρνεβάλε. Έτσι παρέμεινε το σκορ στην κανονική διάρκεια, και η πρόκριση κρίθηκε στο 119ο λεπτό με ένα τέρμα της Νάπολι. Στα ημιτελικά ούτε η Μπάγερν Μονάχου κατάφερε να σταματήσει τους ναπολιτάνους που κέρδισαν στην έδρα τους με 2-0 και πήραν την επιθυμητή ισοπαλία στο Μόναχο με 2-2 με δύο γκολ του Καρέκα από ασίστ του Αργεντινού. Στον τελικό αντιμετώπισε τη Στουτγκάρδη την οποία νίκησε στην Νάπολη με 2-1 (με ασίστ του Μαραντόνα στο νικητήριο τέρμα) και ήρθε ισόπαλη με 3-3 στη Γερμανία. Στον αγώνα του Σούπερ Κυπέλλου Ιταλίας το 1990 (1 Σεπτεμβρίου) η Νάπολι συνέτριψε τη Γιουβέντους με 5-1 σε μία συνάντηση που έγινε στη Νάπολη και πρόσφερε στο Μαραντόνα τον τελευταίο τίτλο του στην Ευρώπη.

Στη σεζόν 1989-90 η Νάπολι κυνηγούσε τον τίτλο και μπροστά της είχε τη Μίλαν. Οι Ναπολιτάνοι επικράτησαν 2-4 της Μπολόνια (22 Απριλίου), με το Μαραντόνα να σκοράρει για 16η και τελευταία φορά στο πρωτάθλημα. Λίγο αργότερα η Μίλαν γνώριζε ήττα έκπληξη από τη Βερόνα και την επόμενη-τελευταία αγωνιστική η Νάπολι κατέκτησε το δεύτερο πρωτάθλημα. Όπως και το 1987-88, έτσι και το 1990-91 η Νάπολι απέτυχε στο Κύπελλο Πρωταθλητριών αποκλειόμενη αυτή τη φορά στο δεύτερο γύρο από τη Σπαρτάκ Μόσχας (στη πρώτη συμμετοχή αποκλείστηκε από τη Ρεάλ Μαδρίτης) με το Μαραντόνα να μην ακολουθεί την αποστολή της ρεβάνς στη Μόσχα με δημοσιογραφικά στοιχεία να αναφέρουν εξωαγωνιστικές δραστηριότητες του σταρ να καθιστούν αδύνατη τη μετάβασή του με την υπόλοιπη ομάδα. Τελικά αγωνίστηκε στο δεύτερο ημίχρονο της συνάντησης χωρίς αξιοσημείωτη παρουσία και η Νάπολι αποκλείστηκε στα πέναλτι. Δεν ήταν η πρώτη φορά που μεγάλος σταρ ήταν ασυνεπής στις επαγγελματικές του υποχρεώσεις οδηγώντας σε πρόστιμα τη διοίκηση του συλλόγου και σε δυσμενή σχόλια του τύπου.

Η νέα αγωνιστική περίοδος ξεκίνησε μέτρια για την ομάδα και ο Μαραντόνα απουσίαζε αλλά η επάνοδος άλλαξε την πορεία για την ομάδα που φαινόταν ότι θα διεκδικούμε πάλι το πρωτάθλημα αλλά ο Μαραντόνα ήταν μέτριος έχοντας σκοράρει πέντε τέρματα, όλα με πέναλτι. Τον Μάρτιο του 1991 βρέθηκε θετικός σε κοκαΐνη σε ντόπινγκ τεστ που πραγματοποιήθηκε μετά τον αγώνα Νάπολι-Μπάρι. Έφυγε στην πατρίδα του και στις 26 Απριλίου 1991 ο Αργεντινός συνελήφθη σε διαμέρισμα στο Μπουένος Άιρες με ποσότητες κοκαΐνης. Η καριέρα του στην Ιταλία τελείωσε εκεί ως πρώτος σκόρερ στην ιστορία της Νάπολι με 115 τέρματα σε επίσημους αγώνες. Τιμωρήθηκε με αποκλεισμό ενάμιση έτους (η ποινή δεν αφορούσε μόνο την Ιταλία, αλλά οπουδήποτε υπήρχε επαγγελματικό ποδόσφαιρο). Στις 6 Μαΐου η ποδοσφαιρική ομοσπονδία της Αργεντινής τιμωρεί το «χρυσό» παιδί της με 14 μήνες για χρήση απαγορευμένων ουσιών. «Ναι, έκανα χρήση κοκαΐνης. Ήθελα να ξεπεράσω το στρες και την πίεση από τη σωματική και ψυχολογική κόπωση. Έκανα πολλά λάθη στη ζωή μου. Πίστεψα ότι η κοκαΐνη θα με ανακούφιζε. Δεν είχα δίκιο, αλλά δεν είχα και τις ηθικές δυνάμεις να αντισταθώ», παραδέχεται ο ίδιος ο Μαραντόνα. Ο κορυφαίος Ιταλός αμυντικούς Φράνκο Μπαρέζι είχε πει πως όταν ήταν σε καλή μέρα ήταν ασταμάτητος, ενώ ο ιστορικός αρχηγός της Μίλαν και της Εθνικής Ιταλίας Πάολο Μαλντίνι τον υπέδειξε ως τον δυσκολότερο αντίπαλο που είχε αντιμετωπίσει ποτέ. Στο διάστημα της τιμωρίας του ακολούθησε πρόγραμμα απεξάρτησης και ήρθε σε καταρχήν συμφωνία με τους Σαν Ντιέγκο Σόκερς για να αγωνιστεί στο MSL εσωτερικού χώρου, κάτι που δεν πραγματοποιήθηκε τελικά λόγω της δέσμευσής με τη Νάπολι μέχρι το 1993.

Παγκόσμιο Κύπελλο 1986

Το 1986 κατέκτησε το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα στο Μεξικό με την ομάδα της Αργεντινής. Ήταν αρχηγός της εθνικής ομάδας στη διοργάνωση, επιβεβαίωσε την κυριαρχία του σε βαθμό που δεν είχε παρουσιαστεί μέχρι τότε. Τα γκολ του εναντίον της Αγγλίας και του Βελγίου, η ασίστ στον Μπουρουσάγα στον τελικό, αλλά και το γκολ με «Το χέρι του Θεού», εκτίναξαν τη δημοτικότητά του. Έπαιξε κάθε λεπτό κάθε παιχνιδιού της Αργεντινής, σημείωντας πέντε γκολ και δίνοντας πέντε ασίστ, τρεις από αυτούς στον εναρκτήριο αγώνα με τη Νότια Κορέα στην πόλη του Μεξικού. Οι ατομικές επιδεξιότητές του (ίσως οι καλύτερες όλων των εποχών) κυριάρχησαν στους σημαντικότερους αγώνες της διοργάνωσης. Το πρώτο τέρμα του τουρνουά ήρθε απέναντι στην Ιταλία στο δεύτερο παιχνίδι της ομάδας που έληξε ισόπαλο 1-1. Ήταν η μόνη ισοπαλία της ομάδας που νίκησε Νότια Κορέα (3-1) και Βουλγαρία (2-0). Η Αργεντινή κατετάγη πρώτη στον όμιλό της και απέκλεισε την Ουρουγουάη στον πρώτο γύρο νοκ-άουτ στην Πουέμπλα. Εκτός του αρχηγού της η εθνική διέθεται και άλλους καταξιωμένους διεθνώς ποδοσφαιριστές, ξεκινώντας από τον αρχηγό της ομάδας που κέρδισε το προηγούμενο Παγκόσμιο Κύπελλο Ντανιέλ Πασαρέλα (έστω και αν δεν αγωνίστηκε) το Χόρχε Βαλντάνο, βασικό στέλεχος της Ρεάλ Μαδρίτης, και το Χόρχε Μπουρουτσάγα που δημιουργούσαν ένα δυνατό σύνολο ικανό να πρωταγωνιστήσει, χωρίς όμως να θεωρείται και από τα φαβορί της διοργάνωσης. Η ομάδα όμως δεν ήταν κατάλληλα προετοιμασμένη, εφάρμοσε ένα σύστημα (3-5-2) ασυνήθιστο μέχρι τότε στην ιστορία της που έδινε τη δυνατότητα στο Μαραντόνα να πρωταγωνιστήσει αλλά ο Μπιλάρδο είχε δεχτεί έντονη κριτική για τις επιλογές του. Ο Μαραντόνα χρίστηκε αρχηγός στη θέση του Πασαρέλα, απόφαση που λειτούργησε θετικά στο φρόνημα της ομάδας.

Στα προημιτελικά στις 22 Ιουνίου 1986, η Αργεντινή αντιμετώπισε την Αγγλία στο Στάδιο Αζτέκα της πόλης του Μεξικού μπροστά σε 115.000 θεατές σε μία σύγκρουση με έμελλε να μείνει στην ιστορία. Είχαν περάσει σχεδόν τέσσερα χρόνια από τον πόλεμο των Φώκλαντς κάτι που κατά κοινή διαπίστωση είχε δημιουργήσει ένταση μεταξύ των δύο εθνών που μεταφέρθηκε και σε αυτή τη σύγκρουση. Ήδη πριν τον αγώνα οι οπαδοί είχαν αψιμαχίες στους δρόμους της Πόλης του Μεξικού αλλά και στο γήπεδο. Ως αποτέλεσμα, αρκετοί Άγγλοι οπαδοί νοσηλεύτηκαν, ενώ μερικές από τις σημαίες τους είχαν κλαπεί από τους αντιπάλους τους. Αυτές οι σημαίες θα εκτίθονταν τότε από τους υποστηρικτές της Μπόκα Τζούνιορς κατά τη διάρκεια ορισμένων αγώνων της Αργεντινής. Το πρώτο τέρμα του Μαραντόνα στο 51ο λεπτό σημειώθηκε εμφανώς με το χέρι, μιας και ο Αργεντινός ήξερε ότι δεν θα μπορούσε να νικήσει στον αέρα τον τερματοφύλακα Πίτερ Σίλτον. Έτσι χρησιμοποίησε το χέρι του και δήλωσε μετά τον αγώνα : «Το γκολ αυτό μπήκε λίγο από το κεφάλι του Μαραντόνα και λίγο από το χέρι του Θεού». Έτσι καθιερώθηκε ως το «χέρι του Θεού» (La mano de Dios).

Ο Τυνήσιος διαιτητής κατακύρωσε το τέρμα αιτιόμενος αργότερα ότι μη έχοντας την καλύτερη δυνατή οπτική γωνία περίμενε την αντίδραση του αρμόδιου επόπτη που ποτέ δεν υπήρξε και έτσι έκανε ένα από τα μεγαλύτερα λάθη στην ιστορία του αθλήματος. Ο Σίλτον σε συνέντευξή του στις αρχές του 2020 δήλωσε πως θεωρεί το Μαραντόνα ως τον κορυφαίο ποδοσφαιριστή όλων των εποχών αλλά δεν τον σέβεται εξαιτίας του γεγονότος ότι δεν ζήτησε συγγνώμη ποτέ διευκρινίζοντας ότι η εθνική του αποσυντονίστηκε μετά αυτό το γεγονός. Το δεύτερο γκολ σημειώθηκε τέσσερα λεπτά αργότερα και προήλθε σε μια επέλαση περίπου 60 μέτρων μακριά από το αντίπαλο τέρμα, πέρασε πέντε παίκτες της Αγγλίας μαζί με τον τερματοφύλακα. Έτσι προέκυψε η αντίθεση ανάμεσα στα δύο γκολ του εναντίον της Αγγλίας: «παράνομο» το πρώτο, «εξιλέωση και αποκατάσταση» της απάτης του με το υπέροχο δεύτερο. Η γαλλική εφημερίδα L’Équipe περιέγραψε το Μαραντόνα σε εκείνο το παιχνίδι ως «μισός διάολος, μισός άγγελος». Ο προπονητής της εθνικής Αγγλίας Μπόμπι Ρόμπσον είπε ότι το δεύτερο «ήταν ένα γκολ βγαλμένα από την σφαίρα της φαντασίας». Ο ίδιος ο Μαραντόνα είπε για το πρώτο του τέρμα: «Αν

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *